- διαιτητής
- Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι επόπτες γραμμών, οι βοηθοί, οι κριτές κλπ.), οι χρονομέτρες και οι επίσημοι μετρητές. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως σε ορισμένους αγώνες πυγμαχίας, ο δ. ελέγχει τη σύμφωνη με τους κανονισμούς διεξαγωγή του αγώνα, αλλά η απόφαση σχετικά με το αποτέλεσμα είναι αποκλειστικό έργο των κριτών.
Οι δ. επιλέγονται μεταξύ ατόμων που έχουν ειδικευτεί στον ιδιαίτερο αθλητικό τομέα που απασχολούνται. Εξάλλου, ενημερώνονται τακτικά με σεμινάρια, ώστε η τεχνική τους προπαρασκευή να βελτιώνεται διαρκώς.
* * *ο (θηλ. διαιτήτρια, η) (Α διαιτητής) [δίαιτα]ο τρίτος που εκλέγεται ή ορίζεται από τους ενδιαφερομένους για την επίλυση τής μεταξύ τους διαφοράςνεοελλ.αυτός που επιβλέπει ομαδικό αγώνισμα και ιδίως ποδοσφαιρικόν αγώνα και επιλύει επί τόπου και τελεσίδικα τις διαφορές που αναφύονται.
Dictionary of Greek. 2013.